Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μορτός ἄνθρωπος

См. также в других словарях:

  • μορτός — μορτός, ή, όν (Α) θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορτός < *mrto s εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer «πεθαίνω» και αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. marta , αβεστ. marәta «θνητός, άνθρωπος». Παράλληλα υπάρχει ο τ. βροτός < *μροτός,… …   Dictionary of Greek

  • BRITOMARTIS — Nympha Cretensis, valde formosa, Iovis et Charmes filia, Diodoro Britona dicta. Retia ad venandum invenit, ex quo Dictynna dicta est, quod causam praebuit, ut quidam Dictynnam ac Dianam eandem esse putârint. Hesych. Βριτόμαρτις, εν Κρήτῃ ἡ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»