-
1 μορτός
Grammatical information: adj.Compounds: μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῦν H. As 2. member in Άγέ-, Κλεό-, Χαρί-μορτος (Lesbos, Syros, Lato), Bechtel Dial. 1, 123; Masson RPh. 37(1963)218ff.Page in Frisk: 2,257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μορτός
-
2 βροτός
Grammatical information: m. f.Meaning: `(mortal) man', also `mortal' (Il.).Derivatives: βρότεος (τ 545 etc.), βρότειος (Archil.) `mortal, human' (Wackernagel Unt. 69 n. 1, Schmid, - εος und - ειος 28f.); βροτήσιος `id.' (Hes.; after Ίθακήσιος, φιλοτήσιος etc., s. Chantr. Form. 41f.); βροταί γυναῖκες H. by Latte corrected in βροτοί - or a late experiment?). - ἄ-μβροτος `immortal, divine' (note ἀ-βρότη [ νύξ] Ξ 78, cf. ἀμφιβρότη [ ἀσπίς] `protecting the\/a man on all sides' Β 389), ἀμβρόσιος `id.', ἀμβροσίη `Ambrosia' food of the gods (all Il.). - On PN with μόρτος Masson R. Ph. 37 (1963) 222f. - (Not here μαραίνω.)Origin: IE [Indo-European] [735] *mr̥-tó- `dead, mortal'Etymology: βροτός, Aeolic for *βρατός, agrees with Arm. mard `man' (*mr̥tó-s); ptc.\/adj. Skt. mr̥tá-, Av. mǝrǝta- `dead'; Lat. mortuus, OCS mrъtvъ `dead' (suffix after vivus, živъ); the negative Skt. a-mŕ̥ta-, Av. a-mǝša- `immortal' = ἄ-μβροτος. - With different ablaut μορτός ἄνθρωπος, θνητός H. = Skt. márta-, Av. marǝta- `the mortal one, man'. - The verb `to die', (*mr̥-i̯-e\/o-) in Lat. morior, Skt. mriyáte, Lith. mir̃ti, OCS mrěti, Arm. meṙanim; further Goth. maúrÞr `Mord' etc. - S. also Thieme, Studien Wortkunde, 1952, 15-32..Page in Frisk: 1,270-271Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βροτός
-
3 βροτός
βροτός ( μόρος, mors, μορτός, daraus ΜΡΟΤΌΣ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φϑισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich ( Hesych. φϑαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνϑρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔϑνος Pind. P. 10, 28; gew. ὁ, subst., der M en sch, im Ggstz der ϑεοὶ ἀϑάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. ϑνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, ϑνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ ϑνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι ϑεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀϑάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοϑέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· ϑεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφϑαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.
См. также в других словарях:
μορτός — μορτός, ή, όν (Α) θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορτός < *mrto s εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr τής ΙΕ ρίζας *mer «πεθαίνω» και αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. marta , αβεστ. marәta «θνητός, άνθρωπος». Παράλληλα υπάρχει ο τ. βροτός < *μροτός,… … Dictionary of Greek
BRITOMARTIS — Nympha Cretensis, valde formosa, Iovis et Charmes filia, Diodoro Britona dicta. Retia ad venandum invenit, ex quo Dictynna dicta est, quod causam praebuit, ut quidam Dictynnam ac Dianam eandem esse putârint. Hesych. Βριτόμαρτις, εν Κρήτῃ ἡ… … Hofmann J. Lexicon universale
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek